- φυτρωτής
- ο, Ν [φυτρώνω]ουσία που υποβοηθά το φύτρωμα τών σπερμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτρωτής — ο ουσία που βοηθάει το φύτρωμα των σπερμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)